θεάρεστος — pleasing to God masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάρεστος — η, ο θεοφιλής, αρεστός στο Θεό, φιλάνθρωπος: Θεάρεστο έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεαρέστως — θεάρεστος pleasing to God adverbial θεάρεστος pleasing to God masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάρεστον — θεάρεστος pleasing to God masc/fem acc sg θεάρεστος pleasing to God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστοις — θεάρεστος pleasing to God masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστου — θεάρεστος pleasing to God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστους — θεάρεστος pleasing to God masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαρέστων — θεάρεστος pleasing to God masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάρεστα — θεάρεστος pleasing to God neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… … Dictionary of Greek